- τρυφηλός
- -ή, -ό / τρυφηλός, -ή, -όν, ΝΜΑ1. (για πρόσ.) αυτός που αγαπά την τρυφή, τον μαλθακό και ηδυπαθή βίο, την καλοπέραση, τις ανέσεις και τις σαρκικές απολαύσεις2. γεμάτος ανέσεις και απολαύσεις («τρυφηλός βίος»)αρχ.μαλακός, τρυφερός.επίρρ...τρυφηλώς / τρυφηλῶς, ΝΜΑ, και τρυφηλά Ννεοελλ.με τρυφηλό τρόπο («ζει τρυφηλώς»)αρχ.με απαλότητα, με τρυφερότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφή + επίθημα -ηλός (πρβλ. απατ-ηλός)].
Dictionary of Greek. 2013.